- εμπνοή
- η (Α έμπνοή)ισχυρή πνοή ανέμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπνοαῖς — ἐμπνοή force fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνοῆς — ἐμπνοή force fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνοήν — ἐμπνοή force fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήχας — Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… … Dictionary of Greek